- λακερᾶς
- λακερόςtalkativefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λακέρας — (13ος αι.). Βυζαντινός κληρικός. Ανήκε στην τάξη των θεληματαρίων (μισθοφόρων). Φανατικός ορθόδοξος, πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, με τη βοήθεια του στρατηγού της Νίκαιας Αλέξη Στρατηγόπουλου. Αφού έπεισε … Dictionary of Greek